- συνδιαλλαγή
- η1) примирение; 2) улаживание (споров, отношений); урегулирование (разногласий и т. п.);
συνδιαλλαγής διαδικασία — примирительная процедура;
3) компромисс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδιαλλαγής διαδικασία — примирительная процедура;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδιαλλαγή — η αποκατάσταση αρμονικών σχέσεων, συμφιλίωση: Είναι πια αδύνατη η συνδιαλλαγή τους μετά απ αυτό το γεγονός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδιαλλαγή — (Νομ.). Προσπάθεια άμεσης, φιλικής επίλυσης μιας διαφοράς ή και το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Μπορεί να γίνει χωρίς την παρέμβαση δικαστικού ή άλλου οργάνου και να πάρει τη μορφή συμβιβασμού. Μπορεί όμως να γίνει μεσολάβηση και τρίτων,… … Dictionary of Greek
συμβίβασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συμβιβάζω] συμβιβασμός, συνδιαλλαγή, συμφιλίωση αρχ. 1. συμφωνία, συνένωση 2. προσφορά για συνδιαλλαγή 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «πεῑσις, πίστις» β) «διδαχή, διδασκαλία» … Dictionary of Greek
άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… … Dictionary of Greek
αγάπισμα — το [αγαπίζω] συμφιλίωση, συνδιαλλαγή … Dictionary of Greek
διαλλαγή — η (AM διαλλαγή) [διαλλάσσω] συνδιαλλαγή, συμφιλίωση αρχ. 1. ανταλλαγή 2. διαφορά 3. μεταβολή 4. (για αριθμούς) αλλαγή … Dictionary of Greek
διαλλακτικότητα — η διάθεση για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλλακτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
δυσκατάλλακτος — δυσκατάλλακτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάλλακτον η δυσκολία στη συνδιαλλαγή … Dictionary of Greek
ενοτήσιος — ἑνοτήσιος, ον (Α) [ενότης] αυτός που μπορεί να φέρει ένωση ή συνδιαλλαγή … Dictionary of Greek
επιδιαλλαγή — ἐπιδιαλλαγή, ὁ (Α) συνδιαλλαγή, συμβιβασμός … Dictionary of Greek
ισασμός — και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [ισάζω] το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση νεοελλ. ναυτ. «ισασμός κεραιών» η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση μσν. 1.… … Dictionary of Greek